- υαλοβάμβακας
- cтаклена волна
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
υαλοβάμβακας — Γυάλινες, πολύ ψιλές ίνες, που σχηματίζουν μάζα παρόμοια με βαμβάκι. Το «βαμβάκι» αυτό είναι ελαφρό, μαλακό και ισχυρό μονωτικό. Το πάχος των νημάτων του φτάνει τα 0,01 0,006 χιλιοστά, ενώ το βάρος μάζας υ. 1 κυβικού μέτρου φτάνει μόλις τα 150… … Dictionary of Greek
υαλοβάμβακας — ο ελαφριά και χαλαρή μάζα από πολύ λεπτές ίνες γυαλιού, που μοιάζει εξωτερικά με μπαμπάκι και χρησιμοποιείται σε θερμικές και ηχητικές μονώσεις, σε διηθήσεις ισχυρών οξέων, διαλυμάτων καυστικών αλκαλίων κ.ά., η υαλομέταξα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βαμβάκι — Πρόκειται για την κοινή ονομασία με την οποία είναι γνωστά τα είδη του γένους γοσύπιο (gosypium) της οικογένειας των μαλαχιδών ή μαλβιδών, καθώς και οι κλωστικές ίνες που προέρχονται από τα σπέρματά τους (παλαιότερα λεγόταν επίσης βαμπάκι και… … Dictionary of Greek
μόνωση — Η χρήση κατάλληλων υλικών ή η εφαρμογή ειδικών τεχνικών λύσεων για την αποτελεσματική προστασία χώρων, εγκαταστάσεων, συσκευών ή αντικειμένων από τη διάδοση φυσικών φαινομένων, όπως οι θόρυβοι (ηχομόνωση), η θερμότητα (θερμομόνωση), οι κραδασμοί … Dictionary of Greek
υαλέριο — το, Ν τεχνολ. ο υαλοβάμβακας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ύαλος + έριο. Η λ. αποτελεί απόδοση του γαλλ. laine de verre] … Dictionary of Greek
υαλομέταξα — η, Ν ο υαλοβάμβακας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ύαλος + μέταξα. Η λ. αποτελεί απόδοση τού γαλλ. soie de verre] … Dictionary of Greek
ύαλος — και ύελος, η / ὕαλος και ὕελος, ΝΜΑ, και ὕελλος, ἡ, μτγν τ. ὕαλος, ὁ, Α το γυαλί νεοελλ. 1. συνεκδ. υαλοπίνακας, τζάμι 2. φρ. «υφαιστειακή ύαλος» (πετρογρ.) υαλώδες πέτρωμα που σχηματίζεται από λάβα ή από μάγμα και έχει σύσταση παρόμοια με τη… … Dictionary of Greek
υαλομέταξα — η υαλοβάμβακας (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)